- ὁμοερκής
- ὁμοερκήςwithin the same housemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ομοερκής — ὁμοερκής, ές (Α) 1. αυτός που βρίσκεται στην ίδια οικία ή στην ίδια φυλακή με κάποιον 2. φρ. «κίονες ὁμοερκεῑς» κίονες που χρησιμοποιούνταν ως στήριγμα σε μεταλλεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + ερκής (< ἔρκος «φραγμός»), πρβλ. ευ ερκής] … Dictionary of Greek
ὁμοερκεῖς — ὁμοερκής within the same house masc/fem acc pl ὁμοερκής within the same house masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοερκές — ὁμοερκής within the same house masc/fem voc sg ὁμοερκής within the same house neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έρκος — ἕρκος, τὸ (AM) φραγμός μσν. κιγκλίδωμα στη βάση τής κλίμακας τού άμβωνα αρχ. 1. περίβολος, φράκτης κήπων ή αμπελώνων 2. ο αυλόγυρος* 3. η αυλή τού σπιτιού 4. το όστρακο που περικλείει την πίννα 5. τείχος για υπεράσπιση, προμαχώνας 6. το δίχτυ, ο… … Dictionary of Greek
ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο … Dictionary of Greek
ομοειρκτής — ὁμοειρκτής, οῡ, ὁ (Α) (κατά τον Φώτ.) «ὁμότοιχος ἐκ τοῡ αὐτοῡ γένους». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ὁμοερκής*] … Dictionary of Greek